- δουλικῆς
- δουλικόςslavefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφθαλμοδουλεία — ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α) η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία] … Dictionary of Greek
προσωπολατρία — η, Ν 1. λατρεία προς ένα πρόσωπο 2. (κοινων. πολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, από το 20ό Συνέδριο τού Κομμουνιστικού Κόμματος τής Σοβιετικής Ένωσης για να δηλωθεί η τάση άκριτης και δουλικής υποταγής σε πολιτικούς ηγέτες και… … Dictionary of Greek
τεμενάς — ο, Ν 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο 2. στον πληθ. οι τεμενάδες (κατ επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
τεμενάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση του χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα, το μέτωπο. 2. εκδήλωση δουλικής υποταγής: Δεν κάνω τεμενάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДУХОБОРЧЕСТВО — [греч. πνευματομαχία], еретическое учение, отвергавшее божественность Св. Духа. Наибольшее распространение с кон. 50 х по 80 е гг. IV в. получило на востоке Римской империи, в Египте, К поле и Геллеспонте, а также в М. Азии. Источники… … Православная энциклопедия